- φεγγαροντυμένος
- η , ο освещённый ярким лунным светом; одетый лунным серебром (поет.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φεγγαροντυμένος — η, ο, Ν μτφ. φεγγαρόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + ντυμένος] … Dictionary of Greek
φεγγαροντυμένος — η, ο ο ντυμένος με το φως του φεγγαριού, αυτός που φωτίζεται λαμπρά από το φεγγάρι, ο φεγγαροστολισμένος: Φεγγαροντυμένα ξανθά μαλλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεγγαροστολισμένος — η, ο, Ν μτφ. φεγγαροντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + στολισμένος] … Dictionary of Greek